- θαλασσομαχώ
- (AM θαλασσομαχῶ, -έω) [θαλασσομάχος]κάνω ναυμαχία, μάχομαι στη θάλασσα(νεοελλ.- μσν.) παλεύω με τα θαλάσσια κύματα, θαλασσοδέρνομαι, θαλασσοπνίγομαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θαλασσομαχώ — θαλασσομάχησα 1. ναυμαχώ. 2. θαλασσοδέρνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαλασσομαχητό — το [θαλασσομαχώ] η πάλη με τα κύματα … Dictionary of Greek